συρμαιογραφώ

συρμαιογραφώ
-έω, Μ
χαράζω γράμματα («ποία... χεὶρ τῆς ἐκείνου δεξιᾱς μουσικώτερον ἐσυρμαιογράφησεν;», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα + -γραφῶ (< -γράφος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”